- φιλτροκατάδεσμος
- ὁ, Αμαγικό φίλτρο για ερωτική ένωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φίλτρον + κατάδεσμος «γερό δέσιμο, μαγική πράξη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλτροκατάδεσμος — love spell masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλτροκατάδεσμον — φιλτροκατάδεσμος love spell masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)